6.12.13

Ο Μιχάλης Γκανάς και η δημοτική ποίηση

Ο Κώστας Κουτσουρέλης δημοσίευσε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Bookpress ένα ωραιότατο κείμενο για την ποίηση του Μιχάλη Γκανά, ωραιότατο τόσο μορφικά όσο και απ την άποψη του περιεχομένου. Πρόκειται για μια ευτυχέστατη συνάντηση: ένας σπουδαίος δοκιμιογράφος αναδεικνύει, με το λαμπερό ύφος του, τις αρετές ενός μείζονος ποιητή.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Κουτσουρέλης γράφει για τον Γκανά. Έχει επαινέσει παλιότερα και τη μετάφρασή του του Άσματος Ασμάτων και την προηγούμενη ποιητική του συλλογή, τον Άψινθο. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, δύο είναι οι βασικές αρετές που εντοπίζει στην ποίηση του Γκανά ο Κουτσουρέλης: την άρνηση της ιδιώτευσης και την απήχηση στο ευρύ κοινό. Ο Γκανάς, γράφει ο Κουτσουρέλης, «έδωσε βιβλία που και διαβάστηκαν και θαυμάστηκαν πολύ, από αναγνώστες κάθε λογής, επαΐοντες και κοινούς. Του απονεμήθηκαν βραβεία και έπαθλα αλλά τραγουδήθηκε κι από χιλιάδες. Κατόρθωσε να γίνει περίοπτος τόσο εντός όσο και εκτός του κλειστού λογοτεχνικού περιβόλου.»
Ο Γκανάς διαβάζεται και από τους ειδήμονες και από το ευρύ κοινό. Ταυτόχρονα, δεν κλείνεται στο ιδιωτικό εγώ αλλά ανοίγεται στο δημόσιο εμείς: «Αρθρώνει λόγο δημόσιο, είναι και ποιητής πολιτικός, με την πρώτη σημασία του όρου. Από το Η Ελλάδα που λες του μακρινού 1978 ώς τη χώρα του χαμού του 2012, είτε μιλάει για τις πληγές της συλλογικής μνήμης είτε για τ άλογα που αλαφιάζουν πια μόνο κάτω από το καπό του αυτοκινήτου, ο Γκανάς σφυγμομετρεί με τους στίχους του και τις τροπές του εντόπιου βίου, τη στάση μας απέναντι στην Ιστορία και τον φυσικό κόσμο».

Και οι δύο αυτές αρετές του Γκανά συνδέονται μ ένα τρίτο βασικό γνώρισμα της ποίησής του, τη μουσικότητά της: «Ποίηση είναι ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι, έλεγε ο Παλαμάς, και το έργο του Γκανά στην ολότητά του, μελοποιημένο και ''λόγιο'', ελευθερόστιχο και έμμετρο, συνιστά λαμπρή απόδειξη του παλαμικού ορισμού.» Ακριβώς η μουσικότητα της ποίησης του Γκανά είναι η αιτία που διαβάζεται και τραγουδιέται τόσο ευρέως. Και αυτή η ίδια μουσικότητα γίνεται το όχημα για τον δημόσιο ρόλο της ποίησης του. Η ιδιοσυγκρασιακή, καταστατικά άμουση ποίηση άλλων μεγάλων ποιητών τούς στερεί την επαφή με το ευρύ κοινό και συνεπώς τη δυνατότητα να εκφέρουν δημόσιο λόγο.

Ο Κουτσουρέλης δείχνει επίσης πως ο Γκανάς είναι εκπρόσωπος μιας παράδοσης που συνεχίζει να ανθεί σε όλες σχεδόν τις τέχνες: στην ποίηση με ποιητές όπως ο Μέσκος, ο Μπράβος ή ο Κοσμόπουλος, στην πεζογραφία με τον Δημητρίου, στον κινηματογράφο με τον Αβδελιώδη, στη ζωγραφική με τον Σόρογκα ή τον Μποκόρο, στην τραγουδοποιία με τον Ξυδάκη, τον Γκόνη ή τον Παπακωνσταντίνου. Και θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και πολλούς άλλους με παρόμοιες αντιλήψεις και καλλιτεχνικές επιδιώξεις. Ας σημειωθεί βέβαια πως αυτή η καλλιτεχνική αντίληψη δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να γεννήσει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα (και γι αυτό ίσως και δεν έχει ακόμη γεννηθεί ένα μείζον ελληνικό μυθιστόρημα).

Ο Κουτσουρέλης πιστεύει ότι ο πρωτεργάτης αυτής της τάσης στην τέχνη μας ήταν ο Γκάτσος. Αυτός ήταν, κατά τη γνώμη του, που συνέθεσε πρώτος τη δημοτική παράδοση με τη νεωτερική αισθητική. Εδώ θα διαφωνήσω μαζί του. Κατά τη γνώμη μου, όλοι αυτοί οι ποιητές και καλλιτέχνες που προαναφέρθηκαν αντλούν κατευθείαν απ τη δημοτική παράδοση, την οποία φιλτράρουν και αναδιαμορφώνουν με βάση τις αισθητικές τους προσλαμβάνουσες. Δεν εννοώ βέβαια πως δε διάβασαν τον Σολωμό ή τον Γκάτσο, ούτε πως δεν επηρεάστηκαν απ τις επιλογές τους. Εννοώ πως το δημοτικό τραγούδι, όντας ένα καλλιτεχνικό επίτευγμα τεράστιας αξίας, το οποίο έσπασε τα δεσμά του προσωρινού και εισήλθε στον μεγάλο χρόνο, ζει μέσα στις σύγχρονες συνθέσεις. Ο σημερινός καλλιτέχνης σκύβει πάνω του και ανακαλύπτει διαρκώς νέα νοήματα και νέες μουσικές. Η δημοτική ποίηση, παραμένοντας ζωντανή, γονιμοποιεί διαρκώς την ποίησή μας.

Όταν, για παράδειγμα, ο Γκανάς γράφει: «Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά / πάρε και τον πατέρα· απ’ τις μασχάλες πιάσ’ τονε / σα νά ’ταν λαβωμένος. Όπου πηγαίνεις τα παιδιά / εκεί περπάτησέ τον, με το βαρύ αμπέχωνο / στις πλάτες του ν’ αχνίζει.», αντλεί, νομίζω, την έμπνευσή του κατευθείαν απ το γνωστό δημοτικό νανούρισμα, υψώνοντάς το όμως σε έντεχνη ατομική δημιουργία. Όπως έκαναν πριν απ’ αυτόν ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Γκάτσος. Θα έλεγα λοιπόν πως δεν είναι ο Γκάτσος που σημάδεψε τη συλλογική μας ευαισθησία περισσότερο απ τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο. Μάλλον είναι το ίδιο το δημοτικό τραγούδι που συνεχίζει την υπόγεια, κρυφή ζωή του και, διαρκώς μεταμορφούμενο, αποτελεί μόνιμη πηγή έμπνευσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου