6.9.13

καιρός του φιλήσαι και καιρός του μισήσαι, καιρός πολέμου και καιρός ειρήνης


Στο ωραιότατο ποίημα του Γιώργη Παυλόπουλου «Δεν ξανακοίταξα», έρχονται σε αντιπαράθεση δύο εντελώς διαφορετικοί χρονότοποι, ο χρονότοπος του πολέμου κι ο χρονότοπος της ειρήνης: 

Κατεβαίναμε από το βουνό 
ήταν άνοιξη πόλεμος ακόμη
καθήσαμε αποσταμένοι στην πλαγιά 
δίπλα μας τα όπλα πάνω στο χορτάρι
κοίτα μου λέει ο Γιάννης. 
Βούιζε κάτω το ποτάμι
και την είδα εκεί να πλένει 
σήκωνε το φουστάνι της ψηλά
το έδενε γύρω από τη μέση 
κι έλαμπαν τα πόδια της μέσα στα νερά.
Τ’ άνθη και τα πουλιά μας λίγωναν 
και πάλι μου λέει ο Γιάννης κοίτα.
Σήκω του λέω να φύγουμε 
δεν έχουμε καιρό θα μας προφτάσουν.
Και πια δεν ξανακοίταξα. 
(Λίγος άμμος, Νεφέλη, Αθήνα 1997, σελ. 20)

Οι δυο ήρωες (αντάρτες πιθανόν· το ποίημα απηχεί αμυδρά τον Εμφύλιο), ο αφηγητής και ο Γιάννης, τρέχουν για να σωθούν απ’ τους διώκτες τους. Κατηφορίζουν κάποια πλαγιά. Έχουν κερδίσει λίγο χρόνο. Κάθονται στο χορτάρι για να πάρουν μια ανάσα. Ακουμπούν δίπλα τους τα όπλα. Και όπως ο χρόνος παγώνει για λίγο, μπορούν να κοιτάξουν γύρω τους. Μια εικόνα της ειρήνης προβάλλει μπροστά τους: μια κοπέλα πλένει ρούχα στο ποτάμι, σηκώνει το φουστάνι της και φαίνονται τα πόδια της. Μια αστραπιαία επαφή με τον έρωτα, που είναι έργο της ειρήνης και όχι του πολέμου. Και ταυτόχρονα, σ’ αυτόν το λίγο χρόνο που ηρεμούν (πάντα σε επαγρύπνηση και έτοιμοι να φύγουν), οι δύο ήρωες νιώθουν την ομορφιά της φύσης: «Βούιζε κάτω το ποτάμι / […] Τ’ άνθη και τα πουλιά μας λίγωναν». Γιατί κι η ομορφιά της φύσης μόνο εν καιρώ ειρήνης μπορεί να φανερωθεί. Είναι σαν να άνοιξε μια κουρτίνα για τους δυο ήρωες και είδαν για λίγο την ειρηνική ζωή απ’ την οποία αποκόπηκαν (οριστικά ίσως) λόγω του πολέμου.

Οι εικόνες της ειρήνης λοιπόν αντιπαρατίθενται στην, υπονοούμενη αλλά διαρκώς παρούσα, βία του πολέμου. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα διάλειμμα του πολέμου: η μάχη έχει σταματήσει, βρισκόμαστε στο περιθώριο των συγκρούσεων και των πολεμικών επιχειρήσεων. Είναι ένας χρονότοπος στον οποίο έρχονται σε επαφή ο χρονότοπος του πολέμου και ο χρονότοπος της ειρήνης: το περιθώριο της μάχης, το παρασκήνιο της σύρραξης. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι αυτή η χαραμάδα απ’ την οποία οι πολεμιστές κρυφοκοιτάνε την ειρηνική ζωή εμφανίζεται όταν ο πόλεμος έχει χάσει την καθολικότητά του. Ο πόλεμος οδεύει προς το τέλος του, ο άμαχος πληθυσμός έχει επιστρέψει στις εργασίες του. Για κάποιους λίγους ο πόλεμος συνεχίζεται, για τους αντάρτες που αρνούνται να παραδοθούν.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην Κάθοδο των εννιά του Θανάση Βαλτινού. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι όλο το διήγημα οικοδομείται πάνω στο πλησίασμα και την αντιπαράθεση των χρονότοπων του πολέμου και της ειρήνης. Σ’ όλο το διήγημα, βρισκόμαστε σ’ αυτόν τον χρονότοπο του περιθωρίου της μάχης, στον χρονότοπο που μετεωρίζεται μεταξύ της ειρήνης και του πολέμου, ο οποίος εμφανίζεται όταν ο πόλεμος έχει σχεδόν τελειώσει. Απ’ την αρχή ακόμη της αφήγησης: «Φτάσαμε μέσα στην ίδια νύχτα και μείναμε όξω απ’ το χωριό, να ξημερώσει. Το πρωί είδαμε τους ανθρώπους να σκαρίζουν στις δουλειές τους ξένοιαστοι. Μας έζωναν τα φίδια.» (Η κάθοδος των εννιά, Εστία, Αθήνα 2007, σελ. 10)

Ο χρονότοπος του πολέμου κυριαρχείται απ’ το συναίσθημα του φόβου και της ανησυχίας. Οι ήρωες προσπαθούν να γλιτώσουν τις ζωές τους. Η δαμόκλειος σπάθη του θανάτου επικρέμαται πάνω απ’ το κεφάλι τους. Ο ρυθμός είναι γρήγορος. Ο τόπος είναι εχθρικός. Μόνο φευγαλέα μπορούν να ρίξουν μια ματιά στους ανθρώπους και στις ασχολίες τους. Ο έρωτας είναι ένα απαγορευμένο αίσθημα. Ο χρονότοπος της ειρήνης, αντίθετα, χαρακτηρίζεται από πιο ήρεμους ρυθμούς. Οι άνθρωποι έχουν κανονικότητα στη ζωή τους. Τώρα μπορούν να ερωτευτούν και να κάνουν οικογένεια.

Στον χρονότοπο του περιθωρίου της μάχης, οι ήρωες του Βαλτινού, παρόμοια με τους ήρωες του Παυλόπουλου, ρίχνουν μια φευγαλέα ματιά στην ειρηνική ζωή: «Ανεβήκαμε σ’ ένα ψήλωμα να κατατοπιστούμε γύρω μας. Η ορατότητα στένευε από την κάψα. Έμενε ακόμα δρόμος να γυρίσουμε. Μπροστά κάμποσο, θέριζαν. Ξεχωρίζαμε καλά τις γυναίκες. Τα χέρια τους πηγαινοέρχονταν ασίγαστα και οι αντηλιές χόρευαν πάνω στα δρεπάνια. Οι άντρες γυρόφερναν ξαναμμένοι, δεμάτιαζαν τα χερόβολα και τα κουβάλαγαν. Σε λίγο λάσκαραν για φαΐ. Ξαπλώθηκαν κάτω από μια γκορτσιά κι άρχισαν να αστειεύουνται.
Τι λες, κατεβαίνουμε; είπε ο Κουτσός.
Όχι, είπα γω, δεν κάνει να φανούμε. Μπορεί να ’χουν και όπλα.
Οι γυναίκες χαχάνιζαν. Μες στο κακάρισμά τους μαντεύαμε την έκλυση των κορμιών τους από τη ζέστη και τον μόχτο. Κάτι μικρά σηκώθηκαν κι άρχισαν να τραβάν τα ζώα για να τα δέσουν στο αποκάλαμο. Ξεσαμάρωτα. […]» (ό.π., σελ. 34)
Και νιώθουν την ομορφιά της φύσης, όταν έχουν χρόνο να ξεκουραστούν και δεν τρέχουν να γλιτώσουν το θάνατο: «Κάτσαμε να ξαποστάσουμε. Το ημερινό φεγγάρι αρμένιζε διάφανο ψηλά μες στην καλοκαιριάτικη νηνεμία. Με τα ψηφώματα το ξεροκάμπι σίγασε λίγο λίγο, ώσπου νυχτώνοντας βουβάθηκε εντελώς. Δρόσισε κι από το βουνό άρχισε να φυσάει απόγειος. Κατέβαζε τη μυρουδιά του έλατου ως τα σπλάχνα μας.» (ό.π., σελ. 36)

Και στον Βαλτινό, όπως και στον Παυλόπουλο, η εικόνα της ειρήνης είναι συνυφασμένη με τον έρωτα, με τα ποθητά πόδια μιας νεαρής κοπέλας: «Ξαναπήρα τον δρόμο και μόλις έστριψα, είδα μπροστά μου, μέσα σε κάτι καστανιές, κεραμίδια. Κάτω από τον δρόμο έβοσκαν δυο τρεις γίδες και λίγο παρακάτω, κοντά σε μια βρυσούλα, καθόταν μια μικρή κοπέλα. Είχε τραβήξει το φουστάνι της πάνω απ’ τα γόνατα και κοίταζε τους μηρούς της στον ήλιο. Μόλις με είδε σκεπάστη και σηκώθη φοβισμένη.» (ό.π., σελ. 72-73)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου